- μισοφέγγαρο
- τοημισέληνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισοφέγγαρο — το η ημισέληνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημισέληνος — Το ημικυκλικό σχήμα της Σελήνης που εμφανίζεται στο πρώτο ή στο τελευταίο της τέταρτο (αλλιώς, μισοφέγγαρο). Οι Σουμέριοι και οι Ακάδιοι λάτρευαν τη Σελήνη με την ονομασία Σιν, παριστάνοντάς την άλλοτε με τα χαρακτηριστικά γενειοφόρου άνδρα και… … Dictionary of Greek
αχνάδα — (I) η 1. ατμός υγρού που βράζει 2. η οσμή φαγητού όπως μεταδίδεται από τον αχνό του 3. ομίχλη 4. καπνός 5. ασθενέστατος ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αχνός]. (II) η 1. η λευκότητα («η αχνάδα του χιονιού») 2. η ωχρότητα («η αχνάδα που το πρόσωπο τώρα… … Dictionary of Greek
ημισελήνιον — ἡμισελήνιον, τὸ (Α) [ημισέληνος] η ημισέληνος, το μισοφέγγαρο … Dictionary of Greek
κρουασάν — το είδος γαλλικού αφράτου εδέσματος, αλμυρού ή γλυκού, που παρασκευάζεται με ειδική ζύμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. croissant «γλύκισμα» < γαλλ. croissant «μισοφέγγαρο» < γαλλ. croitre «αυξάνομαι» < λατ. cresco «αυξάνομαι»] … Dictionary of Greek
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek
μηνίσκος — I (Ανατ.). Ινοχόνδρινος σχηματισμός που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο αρθρικών επιφανειών, με προορισμό να βελτιώνει την εφαρμογή τους. Από το αρθρικό σύστημα του ανθρώπου αναφέρεται ο μ. της γναθοκροταφικής άρθρωσης, που βρίσκεται ανάμεσα στον… … Dictionary of Greek
μισ(ο)- — (Μ μισ[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής μσν. και νεοελλ. γλώσσας που ανάγεται στο επιθ. μισός και προσδίδει στο β συνθετικό σημασίες ανάλογες με το πρόθημα ημι * (< ἥμισυς): α) το μισό ως προς το ποσό (πρβλ. μισοαδειανός, μισόκιλο) β) κάτι το… … Dictionary of Greek
Άπις — I Ιερός ταύρος των Αιγυπτίων. Τον λάτρευαν ως ενσάρκωση του Όσιρη και του γιου του Ώρου, αλλά και ως γιο του θεού Φθα. Η λατρεία του είναι βεβαιωμένη από τα πανάρχαια χρόνια έως την ελληνορωμαϊκή εποχή. Εικονίζεται με τον ηλιακό δίσκο ανάμεσα στα … Dictionary of Greek
Ερυθρός Σταυρός — Διεθνής οργανισμός που ιδρύθηκε με σκοπό τη βοήθεια των θυμάτων πόλεμου. Ο Ε.Σ. ιδρύθηκε το 1864 από τον Ελβετό Ερρίκο Ντινάν, μετά την απογοήτευση που αισθάνθηκε από την εγκατάλειψη των τραυματιών στη μάχη του Σολφερίνο (24 Ιουνίου 1859). Ο… … Dictionary of Greek